Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
συναναδέχομαι
View word page
συν-αμῡ́νω
συν-αμῡ́νωvb of personsjoin in giving supportw.dat.to someoneE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναμῡ́νω
Headword (normalized):
συναμῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
συναμυνω
IDX:
38043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38044
Key:
συναμῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αμῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αμῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>join in giving support</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συναμῡ́νω'}