Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
συνανάγομαι
συναναγράφομαι
συναναγυμνόω
View word page
συν-αμπίσχομαι
συν-αμπίσχομαιmid.vb veilone's eyesin grief and horrorE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναμπίσχομαι
Headword (normalized):
συναμπίσχομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμπισχομαι
IDX:
38042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38043
Key:
συναμπίσχομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αμπίσχομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-αμπίσχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>veil</Tr><Obj>one's eyes<Expl>in grief and horror</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συναμπίσχομαι'}