Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
συναναβοάω
συναναγιγνώσκω
συναναγκάζω
View word page
συν-αμιλλάομαι
συν-αμιλλάομαιmid.contr.vb fig., of a suppliant's embrace, envisaged as a wrestler's holdfight in addition w.dat.to his tearsin pressing his pleaE.

ShortDef

to contend

Debugging

Headword:
συναμιλλάομαι
Headword (normalized):
συναμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
συναμιλλαομαι
IDX:
38039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38040
Key:
συναμιλλάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-αμιλλάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-αμιλλάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a suppliant's embrace, envisaged as a wrestler's hold</Indic><Tr>fight in addition</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to his tears<Expl>in pressing his plea</Expl><Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συναμιλλάομαι'}