Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
συναμφότεροι
συνάμφω
συναναβαίνω
View word page
συν-άμα
συν-άμαprepἅμα ref. to cattle coming fr. pasturetogether at the same timew.dat.w. othersTheoc.

ShortDef

together

Debugging

Headword:
συνάμα
Headword (normalized):
συνάμα
Headword (normalized/stripped):
συναμα
IDX:
38036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38037
Key:
συνάμα

Data

{'headword_display': '<b>συν-άμα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>συν-άμα</HL><PS>prep</PS><Ety><Ref>ἅμα</Ref></Ety></vHG> <advS1><Indic>ref. to cattle coming fr. pasture</Indic><Tr>together at the same time</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. others<Au>Theoc.</Au></Cmpl></advS1></AdvE>', 'key': 'συνάμα'}