Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
συναμπέχω
συναμπίσχομαι
συναμῡ́νω
View word page
συν-άλλομαι
συν-άλλομαιmid.vb of soldiersleap up and down togetherin a kind of war-dancePlu.

ShortDef

to leap together

Debugging

Headword:
συνάλλομαι
Headword (normalized):
συνάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συναλλομαι
IDX:
38033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38034
Key:
συνάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-άλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-άλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of soldiers</Indic><Tr>leap up and down together<Expl>in a kind of war-dance</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνάλλομαι'}