Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
συναμάομαι
συναμιλλάομαι
σύναμμα
View word page
συνάλλαγμα
συνάλλαγμαατοςn in commercial or legal ctxts.dealing, transactionusu. betw. individualsD. Arist. Plb. specif.contractArist.

ShortDef

a mutual agreement, covenant, contract

Debugging

Headword:
συνάλλαγμα
Headword (normalized):
συνάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
συναλλαγμα
IDX:
38030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38031
Key:
συνάλλαγμα

Data

{'headword_display': '<b>συνάλλαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνάλλαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>in commercial or legal ctxts.</Indic><Tr>dealing, transaction<Expl>usu. betw. individuals</Expl></Tr><Au>D. Arist. Plb.</Au></nS1> <nS1><Indic>specif.</Indic><Tr>contract</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνάλλαγμα'}