Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτήδην
ἁμάρτημα
ἁμαρτητικός
ἁμαρτίᾱ
ἁμάρτια
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
ἁμαρτωλή
ἁμαρτωλίᾱ
ἁμαρτωλός
ἀμαρῡγή
View word page
ἁμαρτητικός
ἁμαρτητικόςή όνadj of a personprone to errorwrongdoingArist.

ShortDef

prone to error

Debugging

Headword:
ἁμαρτητικός
Headword (normalized):
ἁμαρτητικός
Headword (normalized/stripped):
αμαρτητικος
IDX:
3802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3803
Key:
ἁμαρτητικός

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαρτητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁμαρτητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>prone to error<or/>wrongdoing</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁμαρτητικός'}