Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
συναμαθῡ́νω
View word page
συν-ᾱλιάζω
συν-ᾱλιάζωvbᾱ̔λίᾱdial.aor.
συνᾱλίαξα
spoken by a Spartan, prob. com. coinage
assemblifya troop of womenAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνᾱλιάζω
Headword (normalized):
συνᾱλιάζω
Headword (normalized/stripped):
συναλιαζω
IDX:
38027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38028
Key:
συνᾱλιάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-ᾱλιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-ᾱλιάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ᾱ̔λίᾱ</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>dial.aor. <Form>συνᾱλίαξα</Form><Expl>spoken by a Spartan, prob. com. coinage</Expl></Lbl></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>assemblify</Tr><Obj>a troop of women<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνᾱλιάζω'}