Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναιώρησις
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
συνάμα
View word page
συν-αλείφω
συν-αλείφωvb help to put oil on someonePlu. anoint thoroughlyfig.gloss over, whitewashbad qualitiesArist.

ShortDef

to smear

Debugging

Headword:
συναλείφω
Headword (normalized):
συναλείφω
Headword (normalized/stripped):
συναλειφω
IDX:
38026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38027
Key:
συναλείφω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αλείφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αλείφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>help to put oil on</Tr> <Obj>someone<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Def>anoint thoroughly</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>gloss over, whitewash</Tr><Obj>bad qualities<Au>Arist.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συναλείφω'}