Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναιωρέομαι
συναιώρησις
συνακμάζω
συνακολασταίνω
συνακολουθέω
συνακοντίζω
συνακούω
συνακροάομαι
συναλαλάζω
συναλγέω
συναλγηδών
συναλείφω
συνᾱλιάζω
συνᾱλίζω
συναλλαγή
συνάλλαγμα
συνάλλαξις
συναλλάσσω
συνάλλομαι
συναλοάω
συναλῡ́ω
View word page
συναλγηδών
συναλγηδώνξυν-όνοςf shared sufferingpl.personif., ref. to womenfellow mournersE.

ShortDef

joint grief

Debugging

Headword:
συναλγηδών
Headword (normalized):
συναλγηδών
Headword (normalized/stripped):
συναλγηδων
IDX:
38025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38026
Key:
συναλγηδών

Data

{'headword_display': '<b>συναλγηδών</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συναλγηδών<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><Infl>όνος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>shared suffering</Def><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Indic>personif., ref. to women</Indic><Def>fellow mourners</Def><Au>E.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συναλγηδών'}