Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείρω
συναθροίζω
συναθῡ́ρω
συνᾱίγδην
σύναιμος
συναίμων
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθησις
συνᾱίσσω
συναιτιάομαι
συναίτιος
συναιωρέομαι
View word page
συν-αίμων
συν-αίμωνονgen.ονοςadj related by bloodE.dub.or perh. masc.sb. kinsman

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναίμων
Headword (normalized):
συναίμων
Headword (normalized/stripped):
συναιμων
IDX:
38005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38006
Key:
συναίμων

Data

{'headword_display': '<b>συν-αίμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συν-αίμων</HL><Infl>ον</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ονος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>related by blood</Tr><Au>E.<LblR>dub.</LblR></Au><Extra>or perh. masc.sb. <ital>kinsman</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'συναίμων'}