Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείρω
συναθροίζω
συναθῡ́ρω
συνᾱίγδην
σύναιμος
συναίμων
συναινέω
συναίνυμαι
συναιρέω
συναίρω
συναισθάνομαι
συναίσθησις
συνᾱίσσω
View word page
συν-αθῡ́ρω
συν-αθῡ́ρωvb of a girlplay togetherw.dat.w. other girlsMosch.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συναθῡ́ρω
Headword (normalized):
συναθῡ́ρω
Headword (normalized/stripped):
συναθυρω
IDX:
38002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38003
Key:
συναθῡ́ρω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αθῡ́ρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αθῡ́ρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a girl</Indic><Tr>play together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. other girls<Au>Mosch.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συναθῡ́ρω'}