Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείρω
συναθροίζω
συναθῡ́ρω
συνᾱίγδην
σύναιμος
συναίμων
View word page
συναγώνισμα
συναγώνισμαατοςn supporting circumstancePlb.

ShortDef

succour in a contest

Debugging

Headword:
συναγώνισμα
Headword (normalized):
συναγώνισμα
Headword (normalized/stripped):
συναγωνισμα
IDX:
37995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37996
Key:
συναγώνισμα

Data

{'headword_display': '<b>συναγώνισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συναγώνισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>supporting circumstance</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συναγώνισμα'}