Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείρω
συναθροίζω
συναθῡ́ρω
συνᾱίγδην
View word page
συν-αγωνιάω
συν-αγωνιάωcontr.vb share in anxietyPlb.w.dat.w. someonePlu.

ShortDef

to share in the anxiety

Debugging

Headword:
συναγωνιάω
Headword (normalized):
συναγωνιάω
Headword (normalized/stripped):
συναγωνιαω
IDX:
37993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37994
Key:
συναγωνιάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αγωνιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αγωνιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>share in anxiety</Tr><Au>Plb.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συναγωνιάω'}