Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
συνᾴδω
συναείρω
συναθροίζω
συναθῡ́ρω
View word page
συν-αγωγός
συν-αγωγόςόνadj bringing togetherof ties of friendshipunitingpeoplePl.of a bondproviding a connectionw.gen.betw. two thingsPl.

ShortDef

bringing together, uniting

Debugging

Headword:
συναγωγός
Headword (normalized):
συναγωγός
Headword (normalized/stripped):
συναγωγος
IDX:
37992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37993
Key:
συναγωγός

Data

{'headword_display': '<b>συν-αγωγός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συν-αγωγός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>bringing together</Def><aS2><Indic>of ties of friendship</Indic><Tr>uniting<Expl>people</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2><aS2><Indic>of a bond</Indic><Tr>providing a connection<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>betw. two things</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'συναγωγός'}