Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτήδην
ἁμάρτημα
ἁμαρτητικός
ἁμαρτίᾱ
ἁμάρτια
ἁμαρτίνοος
ἁμαρτοεπής
ἀμαρτύρητος
ἀμάρτυρος
View word page
ἁμαρτέω
ἁμαρτέωep.contr.vbseeὁμαρτέω

ShortDef

attend, accompany

Debugging

Headword:
ἁμαρτέω
Headword (normalized):
ἁμαρτέω
Headword (normalized/stripped):
αμαρτεω
IDX:
3798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3799
Key:
ἁμαρτέω

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαρτέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἁμαρτέω</HL><PS>ep.contr.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὁμαρτέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἁμαρτέω'}