Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
συναδικέω
View word page
συν-άγχη
συν-άγχηηςfἄγχω constriction of the throatquinsyPlu.

ShortDef

sore throat

Debugging

Headword:
συνάγχη
Headword (normalized):
συνάγχη
Headword (normalized/stripped):
συναγχη
IDX:
37988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37989
Key:
συνάγχη

Data

{'headword_display': '<b>συν-άγχη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-άγχη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἄγχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>constriction of the throat</Def><nS2><Tr>quinsy</Tr><Au>Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συνάγχη'}