Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συναγανακτέω
συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
συναγωνιάω
συναγωνίζομαι
συναγώνισμα
συναγωνιστής
συνάδελφος
View word page
συναγυρτός
συναγυρτόςόνadjof watercollectedin a pond or reservoir, opp. flowing in a streamPl.

ShortDef

collected

Debugging

Headword:
συναγυρτός
Headword (normalized):
συναγυρτός
Headword (normalized/stripped):
συναγυρτος
IDX:
37987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37988
Key:
συναγυρτός

Data

{'headword_display': '<b>συναγυρτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συναγυρτός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of water</Indic><Tr>collected<Expl>in a pond or reservoir, opp. flowing in a stream</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συναγυρτός'}