Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμψεύδομαι
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
συνάγω
συναγωγεύς
συναγωγή
συναγωγός
View word page
συναγελασμός
συναγελασμόςοῦm herding togetherof children, into groupsPlu.

ShortDef

herding together

Debugging

Headword:
συναγελασμός
Headword (normalized):
συναγελασμός
Headword (normalized/stripped):
συναγελασμος
IDX:
37982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37983
Key:
συναγελασμός

Data

{'headword_display': '<b>συναγελασμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συναγελασμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>herding together<Expl>of children, into groups</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συναγελασμός'}