Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφωνίᾱ
σύμφωνος
συμψαύω
συμψᾱ́ω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
συνάγχη
View word page
συν-αγαπάω
συν-αγαπάωcontr.vb joinw.dat.w. someonein feeling affection forsomeonePlb.

ShortDef

to love along with

Debugging

Headword:
συναγαπάω
Headword (normalized):
συναγαπάω
Headword (normalized/stripped):
συναγαπαω
IDX:
37978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37979
Key:
συναγαπάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αγαπάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αγαπάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>in feeling affection for</Tr><Obj>someone<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συναγαπάω'}