Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφωνέω
συμφωνίᾱ
σύμφωνος
συμψαύω
συμψᾱ́ω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
συνάγκεια
συνάγνῡμι
συναγορεύω
συναγυρμός
συναγυρτός
View word page
συν-αγανακτέω
συν-αγανακτέωcontr.vb sharests. w.dat.w. someonea feeling of annoyanceindignationPlb. Plu.

ShortDef

to be vexed along with

Debugging

Headword:
συναγανακτέω
Headword (normalized):
συναγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
συναγανακτεω
IDX:
37977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37978
Key:
συναγανακτέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-αγανακτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-αγανακτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>share<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Prnth>a feeling of annoyance<or/>indignation</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συναγανακτέω'}