Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφῡσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
σύμφυτος
συμφύω
συμφωνέω
συμφωνίᾱ
σύμφωνος
συμψαύω
συμψᾱ́ω
συμψεύδομαι
συμψηφίζω
σύμψηφος
συμψοφέω
σύν
συναγανακτέω
συναγαπάω
συνάγγελος
συναγείρω
συναγελάζομαι
συναγελασμός
View word page
συμ-ψεύδομαι
συμ-ψεύδομαιmid.vb conspire in falsehoodPlb.

ShortDef

tell a lie together

Debugging

Headword:
συμψεύδομαι
Headword (normalized):
συμψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συμψευδομαι
IDX:
37972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37973
Key:
συμψεύδομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-ψεύδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-ψεύδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>conspire in falsehood</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμψεύδομαι'}