Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
σύμφῡλος
σύμφῡρτος
συμφῡ́ρω
συμφῡσάω
σύμφυσις
συμφυτεύω
σύμφυτος
View word page
συμ-φυγάς
συμ-φυγάςξυμ-άδοςm.f companion in exileE. Th. Isoc. X.

ShortDef

a fellow-exile

Debugging

Headword:
συμφυγάς
Headword (normalized):
συμφυγάς
Headword (normalized/stripped):
συμφυγας
IDX:
37955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37956
Key:
συμφυγάς

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φυγάς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμ-φυγάς<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>άδος</Infl><PS>m.f</PS></HG> <nS1><Tr>companion in exile</Tr><Au>E. Th. Isoc. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμφυγάς'}