Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
σύμφῡλος
σύμφῡρτος
συμφῡ́ρω
συμφῡσάω
View word page
συμφρόνησις
συμφρόνησιςεωςf sense of agreementspirit of unityamong citiesPlb.

ShortDef

agreement, union

Debugging

Headword:
συμφρόνησις
Headword (normalized):
συμφρόνησις
Headword (normalized/stripped):
συμφρονησις
IDX:
37952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37953
Key:
συμφρόνησις

Data

{'headword_display': '<b>συμφρόνησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμφρόνησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>sense of agreement</Def><Tr>spirit of unity<Expl>among cities</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμφρόνησις'}