Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτήδην
ἁμάρτημα
ἁμαρτητικός
ἁμαρτίᾱ
ἁμάρτια
View word page
ἀμᾱράκινος
ἀμᾱράκινοςη ονadjἀμᾱ́ρακος marjoram of a perfumemade from marjoramPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμᾱράκινος
Headword (normalized):
ἀμᾱράκινος
Headword (normalized/stripped):
αμαρακινος
IDX:
3794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3795
Key:
ἀμᾱράκινος

Data

{'headword_display': '<b>ἀμᾱράκινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀμᾱράκινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Gr>ἀμᾱ́ρακος</Gr> <ital>marjoram</ital></Ety></HG> <aS1><Indic>of a perfume</Indic><Tr>made from marjoram</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀμᾱράκινος'}