Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
συμφύλαξ
συμφυλάσσω
View word page
συμ-φράδμων
συμ-φράδμωνονοςm one who joinsothersin taking counselcounsellorIl. Call.

ShortDef

one who joins in considering, a counsellor

Debugging

Headword:
συμφράδμων
Headword (normalized):
συμφράδμων
Headword (normalized/stripped):
συμφραδμων
IDX:
37948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37949
Key:
συμφράδμων

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φράδμων</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμ-φράδμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who joins<Prnth>others</Prnth>in taking counsel</Def><Tr>counsellor</Tr><Au>Il. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμφράδμων'}