Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
συμφυής
View word page
συμφορητός
συμφορητόςόνadj of dining, mealsbased on contributionsArist.

ShortDef

brought together, collected

Debugging

Headword:
συμφορητός
Headword (normalized):
συμφορητός
Headword (normalized/stripped):
συμφορητος
IDX:
37946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37947
Key:
συμφορητός

Data

{'headword_display': '<b>συμφορητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμφορητός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of dining, meals</Indic><Tr>based on contributions</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμφορητός'}