Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
σύμφρων
συμφυγάς
View word page
συμφόρησις
συμφόρησιςεωςf collecting togetherof corpsesPlu. crowding togetherw.gen.of countryfolk into a cityPlu.

ShortDef

a bringing together

Debugging

Headword:
συμφόρησις
Headword (normalized):
συμφόρησις
Headword (normalized/stripped):
συμφορησις
IDX:
37945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37946
Key:
συμφόρησις

Data

{'headword_display': '<b>συμφόρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμφόρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>collecting together<Expl>of corpses</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>crowding together<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of countryfolk into a city</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμφόρησις'}