Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
συμφρόνησις
σύμφρουρος
View word page
συμφορεύς
συμφορεύςέωςm pl.aides-de-campref. to officers accompanying or assisting a Spartan military commanderX.

ShortDef

aide-de-camp

Debugging

Headword:
συμφορεύς
Headword (normalized):
συμφορεύς
Headword (normalized/stripped):
συμφορευς
IDX:
37943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37944
Key:
συμφορεύς

Data

{'headword_display': '<b>συμφορεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμφορεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>aides-de-camp<Expl>ref. to officers accompanying or assisting a Spartan military commander</Expl></Def><Au>X.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συμφορεύς'}