Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
συμφρονέω
View word page
συμ-φονεύω
συμ-φονεύωvb help to killsomeoneE. killw.acc.someonetogetherw.dat.w. another victimE.

ShortDef

to join in killing

Debugging

Headword:
συμφονεύω
Headword (normalized):
συμφονεύω
Headword (normalized/stripped):
συμφονευω
IDX:
37941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37942
Key:
συμφονεύω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φονεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-φονεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to kill</Tr><Obj>someone<Au>E.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>kill<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. another victim<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμφονεύω'}