Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
συμφράσσω
View word page
συμφοιτητής
συμφοιτητήςοῦm fellow pupil, schoolmatePl. X. Arist.

ShortDef

a school-fellow

Debugging

Headword:
συμφοιτητής
Headword (normalized):
συμφοιτητής
Headword (normalized/stripped):
συμφοιτητης
IDX:
37940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37941
Key:
συμφοιτητής

Data

{'headword_display': '<b>συμφοιτητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμφοιτητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow pupil, schoolmate</Tr><Au>Pl. X. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συμφοιτητής'}