Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
συμφράδμων
συμφράζομαι
View word page
συμφοίτησις
συμφοίτησιςεωςf attendance at school togethercompanionship formed at schoolAeschin.

ShortDef

a going to school together

Debugging

Headword:
συμφοίτησις
Headword (normalized):
συμφοίτησις
Headword (normalized/stripped):
συμφοιτησις
IDX:
37939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37940
Key:
συμφοίτησις

Data

{'headword_display': '<b>συμφοίτησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμφοίτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>attendance at school together</Def><nS2><Tr>companionship formed at school</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συμφοίτησις'}