Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
συμφορητός
σύμφορος
View word page
συμ-φοβέομαι
συμ-φοβέομαιξυμ-pass.contr.vb of troopsbe thrown into panic as wellas othersTh.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφοβέομαι
Headword (normalized):
συμφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφοβεομαι
IDX:
37937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37938
Key:
συμφοβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φοβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-φοβέομαι<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>be thrown into panic as well<Expl>as others</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμφοβέομαι'}