Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
συμφόρησις
View word page
συμ-φιλοτῑμέομαι
συμ-φιλοτῑμέομαιmid.contr.vb show enthusiastic supportfreq. w.dat.for someone or sthg.Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμφιλοτῑμέομαι
Headword (normalized):
συμφιλοτῑμέομαι
Headword (normalized/stripped):
συμφιλοτιμεομαι
IDX:
37935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37936
Key:
συμφιλοτῑμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φιλοτῑμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-φιλοτῑμέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>show enthusiastic support<Expl>freq. <GLbl>w.dat.</GLbl>for someone or sthg.</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμφιλοτῑμέομαι'}