Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
συμφιλοτῑμέομαι
συμφλέγω
συμφοβέομαι
συμφοιτάω
συμφοίτησις
συμφοιτητής
συμφονεύω
συμφορᾱ́
συμφορεύς
συμφορέω
View word page
συμ-φιλοσοφέω
συμ-φιλοσοφέωcontr.vb study philosophy togetherArist. Plu.w.dat.w. someonei.e. a teacherPlu.

ShortDef

to join in philosophic study

Debugging

Headword:
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized):
συμφιλοσοφέω
Headword (normalized/stripped):
συμφιλοσοφεω
IDX:
37934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37935
Key:
συμφιλοσοφέω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-φιλοσοφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-φιλοσοφέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>study philosophy together</Tr><Au>Arist. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Expl>i.e. a teacher</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμφιλοσοφέω'}