Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
συμφιλοσοφέω
View word page
συμφερτός
συμφερτόςή όνadjσυμφέρωof valourbrought together or combinedw. that of othersunited, joint, communalIl.

ShortDef

united, banded together

Debugging

Headword:
συμφερτός
Headword (normalized):
συμφερτός
Headword (normalized/stripped):
συμφερτος
IDX:
37924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37925
Key:
συμφερτός

Data

{'headword_display': '<b>συμφερτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμφερτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συμφέρω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of valour</Indic><Def>brought together or combined<Expl>w. that of others</Expl></Def><Tr>united, joint, communal</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμφερτός'}