Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
συμφθείρω
σύμφθογγος
συμφιλέω
συμφιλοκαλέω
συμφιλονῑκέω
View word page
συμφερόντως
συμφερόντωςptcpl.advsee underσυμφέρω

ShortDef

profitably

Debugging

Headword:
συμφερόντως
Headword (normalized):
συμφερόντως
Headword (normalized/stripped):
συμφεροντως
IDX:
37923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37924
Key:
συμφερόντως

Data

{'headword_display': '<b>συμφερόντως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>συμφερόντως</HL><PS>ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>συμφέρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συμφερόντως'}