Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
σύμφημι
συμφθέγγομαι
View word page
σύμ-πυκνος
σύμ-πυκνοςονadjπυκνός of fittings around an aperture on a bridlecrowded togethertightX.

ShortDef

pressed together, compressed

Debugging

Headword:
σύμπυκνος
Headword (normalized):
σύμπυκνος
Headword (normalized/stripped):
συμπυκνος
IDX:
37918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37919
Key:
σύμπυκνος

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-πυκνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμ-πυκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πυκνός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of fittings around an aperture on a bridle</Indic><Def>crowded together</Def><Tr>tight</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμπυκνος'}