Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
συμφεύγω
View word page
σύμπτωμα
σύμπτωμαξύμ-ατοςnσυμπίπτω chance occurrence, accident, incidentArist. Plb. Plu. critical circumstanceTh. mischance, mishapD. Arist. Men.calamity, disasterPlb. Plu.

ShortDef

a chance, casualty

Debugging

Headword:
σύμπτωμα
Headword (normalized):
σύμπτωμα
Headword (normalized/stripped):
συμπτωμα
IDX:
37916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37917
Key:
σύμπτωμα

Data

{'headword_display': '<b>σύμπτωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύμπτωμα<VL><FmHL>ξύμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>συμπίπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>chance occurrence, accident, incident</Tr><Au>Arist. Plb. Plu.</Au></nS1> <nS1><Tr>critical circumstance</Tr><Au>Th.</Au></nS1> <nS1><Tr>mischance, mishap</Tr><Au>D. Arist. Men.</Au></nS1><nS1><Tr>calamity, disaster</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύμπτωμα'}