Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
συμφέρω
View word page
συμ-πτύσσω
συμ-πτύσσωvb fold upa garmentS.

ShortDef

to fold together, fold up and lay by

Debugging

Headword:
συμπτύσσω
Headword (normalized):
συμπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
συμπτυσσω
IDX:
37915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37916
Key:
συμπτύσσω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πτύσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πτύσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fold up</Tr><Obj>a garment<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπτύσσω'}