Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
συμφερτός
View word page
σύμπτυκτος
σύμπτυκτοςξύμ-ονadjσυμπτύσσω of a wooden frame used in brick-makingfoldingAr.

ShortDef

folded together, trussed up

Debugging

Headword:
σύμπτυκτος
Headword (normalized):
σύμπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπτυκτος
IDX:
37914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37915
Key:
σύμπτυκτος

Data

{'headword_display': '<b>σύμπτυκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμπτυκτος<VL><FmHL>ξύμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συμπτύσσω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wooden frame used in brick-making</Indic><Tr>folding</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμπτυκτος'}