Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
συμφερόντως
View word page
συμ-προσμείγνῡμι
συμ-προσμείγνῡμιvb have contact with, meetw.dat.someonePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπροσμείγνῡμι
Headword (normalized):
συμπροσμείγνῡμι
Headword (normalized/stripped):
συμπροσμειγνυμι
IDX:
37913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37914
Key:
συμπροσμείγνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-προσμείγνῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-προσμείγνῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have contact with, meet</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπροσμείγνῡμι'}