Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
συμπυρόω
συμφαγεῖν
συμφανής
View word page
συμ-προπέμπω
συμ-προπέμπωξυμ-vb help to send on one's wayhelp to escortpersons, troopsHdt. Th. Ar. X. Men.

ShortDef

to join in escorting

Debugging

Headword:
συμπροπέμπω
Headword (normalized):
συμπροπέμπω
Headword (normalized/stripped):
συμπροπεμπω
IDX:
37912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37913
Key:
συμπροπέμπω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-προπέμπω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συμ-προπέμπω<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to send on one's way<or/>help to escort</Tr><Obj>persons, troops<Au>Hdt. Th. Ar. X. Men.<NBPlus/></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συμπροπέμπω'}