Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
συμπυνθάνομαι
View word page
συμ-προάγω
συμ-προάγωvb join in escortingsomeonePlu.

ShortDef

to lead forward together

Debugging

Headword:
συμπροάγω
Headword (normalized):
συμπροάγω
Headword (normalized/stripped):
συμπροαγω
IDX:
37909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37910
Key:
συμπροάγω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-προάγω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-προάγω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in escorting<Expl>someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπροάγω'}