Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
ἁμαρτήδην
View word page
ἁμαξο-φόρητος
ἁμαξο-φόρητοςονadjφορητός of a housecarried on a wagonPi.fr.

ShortDef

carried in wagons

Debugging

Headword:
ἁμαξοφόρητος
Headword (normalized):
ἁμαξοφόρητος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοφορητος
IDX:
3790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3791
Key:
ἁμαξοφόρητος

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξο-φόρητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁμαξο-φόρητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φορητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Tr>carried on a wagon</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁμαξοφόρητος'}