Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
συμπροσμείγνῡμι
σύμπτυκτος
συμπτύσσω
σύμπτωμα
σύμπτωσις
σύμπυκνος
View word page
συμ-πρίασθαι
συμ-πρίασθαιaor.mid.infaor.
συνεπριάμην
buy upgrainLys.iron, landArist.

ShortDef

to buy together, buy up

Debugging

Headword:
συμπρίασθαι
Headword (normalized):
συμπρίασθαι
Headword (normalized/stripped):
συμπριασθαι
IDX:
37908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37909
Key:
συμπρίασθαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πρίασθαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πρίασθαι</HL><PS>aor.mid.inf</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>συνεπριάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>buy up</Tr><Obj>grain<Au>Lys.</Au></Obj><Obj>iron, land<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπρίασθαι'}