Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
συμπρόεδρος
συμπροθῡμέομαι
συμπροπέμπω
View word page
συμπρεπής
συμπρεπήςέςadjσυμπρέπω of clothes, a state of affairsappropriate, fittingA.

ShortDef

befitting

Debugging

Headword:
συμπρεπής
Headword (normalized):
συμπρεπής
Headword (normalized/stripped):
συμπρεπης
IDX:
37902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37903
Key:
συμπρεπής

Data

{'headword_display': '<b>συμπρεπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμπρεπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συμπρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of clothes, a state of affairs</Indic><Tr>appropriate, fitting</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συμπρεπής'}