Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
συμπρίασθαι
συμπροάγω
View word page
συμ-πρᾱγματεύομαι
συμ-πρᾱγματεύομαιmid.vb do business togethercooperatests. w.dat.w. someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμπρᾱγματεύομαι
Headword (normalized):
συμπρᾱγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπραγματευομαι
IDX:
37899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37900
Key:
συμπρᾱγματεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-πρᾱγματεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-πρᾱγματεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Def>do business together</Def><Tr>cooperate<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμπρᾱγματεύομαι'}