Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἅμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμάξιον
ἁμαξίς
ἁμαξιτός
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἁμαξοφόρητος
ἀμάομαι
ἆμαρ
ἀμάρᾱ
ἀμᾱράκινος
ἀμάραντος
ἁμαρτάνω
ἁμαρτάς
ἁμαρτέω
ἁμαρτῇ
View word page
ἁμαξουργός
ἁμαξουργόςοῦmἔργον wagon-maker, cartwrightAr.

ShortDef

cartwrights'

Debugging

Headword:
ἁμαξουργός
Headword (normalized):
ἁμαξουργός
Headword (normalized/stripped):
αμαξουργος
IDX:
3789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3790
Key:
ἁμαξουργός

Data

{'headword_display': '<b>ἁμαξουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἁμαξουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wagon-maker, cartwright</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἁμαξουργός'}