Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορίζω
συμπορσῡ́νω
συμποσίᾱ
συμποσιαρχέω
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμπότης
συμποτικός
συμπρᾱγματεύομαι
συμπρᾱ́κτωρ
συμπρᾱ́σσω
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
συμπρήκτωρ
View word page
συμπότης
συμπότηςξυμ-ουm drinking companionhabitual or on a specific occasion, such as a symposiumEleg.adesp. Lyr. Hdt. E. Ar. Pl.

ShortDef

a fellow-drinker, boon-companion

Debugging

Headword:
συμπότης
Headword (normalized):
συμπότης
Headword (normalized/stripped):
συμποτης
IDX:
37897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37898
Key:
συμπότης

Data

{'headword_display': '<b>συμπότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συμπότης<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>drinking companion<Expl>habitual or on a specific occasion, such as a symposium</Expl></Tr><Au>Eleg.adesp. Lyr. Hdt. E. Ar. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'συμπότης'}